Σφένδαμος ο ψευδοπλάτανος - Acer pseudoplatanus 1

Επιστημονική – Λατινική ονομασία / Είδος: Acer pseudoplatanus L.

Γένος: Acer

Οικογένεια: Sapindaceae / Σαπινδώδη
Συχνές ονομασίες: Sycamore maple, plane tree maple, Scottish maple, great maple, false planetree, sycamore, lock and key tree, plane, plane tree / Σφένδαμος ο ψευδοπλάτανος, ψευδοπλάτανος, σφεντάμι, σφοντάμνι.

Πολυετές, φυλλοβόλο ψηλό δένδρο που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 30 μέτρα. Φέρει παλαμοειδή, λοβωτά, ανοιχτοπράσινα φύλλα στην επάνω πλευρά και σχεδόν λευκά στην κάτω. Χαρακτηριστικοί είναι οι καρποί του που φύονται σε συστάδες από ζεύγη «φτερών» αλλά κι η ανθοφορία του, κατά τη διάρκεια της άνοιξης είναι  χαρακτηριστική, αποτελούμενη από πράσινα, συνήθως, άνθη με κίτρινους ανθήρες και χωρίς πέταλα. 

Αποτελεί το πιο κοινό είδος σφενδάμου κι ευδοκιμεί στην Κεντρική Ευρώπη, στις βόρειες ακτές της Μεσογείου και στον Καύκασο. Συνήθως βρίσκεται στα δάση, απομονωμένος, και σε γόνιμα εδάφη.Το δέντρο αυτό, συχνά, δημιουργεί σύγχυση. Αναφέρεται συνήθως ως πλάτανος λόγω του σχήματος των φύλλων του ή ως συκομουριά αν και στην πραγματικότητα είναι ένα είδος σφενδάμου.

Έχει ευρεία χρήση από την επιπλοποιεία την κατασκευή μουσικών οργάνων και έως τη φαρμακευτική και τη ζαχαροπλαστική.

Συγκεκριμένα, από το χυμό του φυτού που είναι πλούσιος σε σάκχαρα, παρασκευάζεται σιρόπι, που χρησιμοποιείται ως γλυκαντικό, κυρίως στην βιομηχανία τροφίμων. Την άνοιξη και το φθινόπωρο, από το χυμό που βγαίνει από τον κορμό του, αν τρυπηθεί, παρασκευάζεται κρασί στα υψίπεδα της Σκωτίας. Τα αποξηραμένα φύλλα του αποτελούν τροφή για τα πρόβατα κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η κατανάλωση όμως των φύλλων από τα άλογα προκαλεί σοβαρές μυϊκές βλάβες. Στη λαϊκή ιατρική χρησιμοποιήθηκε ευρέως κυρίως λόγω των επουλωτικών του ιδιοτήτων όμως βάσει τελευταίων ερευνών τα έλαια ορισμένων ειδών Acer, όπως του Acer platanoides L. (σφενδάμι Νορβηγίας) αλλά και του Acer pseudoplatanus L. (ψευδοπλάτανος), αποτελούν καλή πηγή γ-λινολενικού οξέος, ενός συμπληρώματος διατροφής ενάντια στις καρδιαγγειακές παθήσεις και τον καρκίνο (Shi et al., 2013, Hovanet et al., 2015).